- σκολιαίνομαι
- σκολῐ-αίνομαι, [voice] Pass.,A grow crooked,
-αίνεται ῥάχις Hp.Art.47
(cf. Gal.18(1).553); ἐς τὸ ἔσω σ. οἱ σφόνδυλοι ib.48.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-αίνεται ῥάχις Hp.Art.47
(cf. Gal.18(1).553); ἐς τὸ ἔσω σ. οἱ σφόνδυλοι ib.48.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκολιαίνομαι — Α [σκολιός] αυξάνομαι προς το ένα μέρος, γίνομαι στραβός, σκολιός … Dictionary of Greek